Το σνίτσελ είναι ένα λεπτό κομμάτι κρέατος χωρίς κόκκαλο, χτυπημένο ώστε να σπάσουν οι ίνες και να μαλακώσει, παναρισμένο με αλεύρι, αυγά και και ψωμί και τηγανισμένο σε λάδι. Είναι γνωστό παγκοσμίως ως το πιο διάσημο γερμανικό πιάτο, ποια είναι όμως η ιστορία του;

Το σνίτσελ ή schnitzel πιστεύεται ότι πήρε το όνομα του από την γερμανική λέξη Schnitz η οποία σημαίνει “κομμάτι” και έχει χρησιμοποιηθεί για αρκετά εδέσματα όπως το Schnitzbrot το οποίο είναι γνωστό εορταστικό ψωμί και το Mandelschnitten, μπισκότα αμυγδάλου.

Το σνίτσελ έχει διαφορετικές εκδοχές αφού μπορεί να είναι από μοσχάρι, χοιρινό, βοδινό ακόμα και κοτόπουλο, παναρισμένο ή μη. Το πιο γνωστό όμως πιάτο είναι το Wiener Schnitzel το οποίο είναι από μοσχαρίσιο παναρισμένο κρέας, σερβιρισμένο με λεμόνι και γερμανική σαλάτα ή πατάτες με μαϊντανό και επίσης μερικές φορές με μαρμελάδα lingonberry. Το Wiener Schnitzel είναι για του Αυστριακούς ότι και ο μουσακάς για τους Έλληνες.

Όσον αφορά την προέλευση της συνταγής του σνίτσελ, ο τρόπος παρασκευής του, δηλαδή το χτύπημα το σκληρού κρέατος με σκοπό να μαλακώσει, στη συνέχεια να πανάρεται και να τηγανίζεται, φαίνεται να χρονολογείται πίσω, στον 1ο αιώνα π.Χ. Στην κεντρική Ευρώπη. Η συνταγή αυτή καταγράφεται για πρώτη φορά από τον Marcus Gavius Apicus, ο οποίος αν και δεν φαίνεται να είναι ο δημιουργός της, ήταν ένας πρωτοποριακός άντρας για την εποχή του.

Οι ιστορικοί πάντως θέλουν το πιάτο να είναι ιταλικό και όχι γερμανικό. Στον μεσαίωνα φαίνεται να είναι ένα πολύ δημοφιλές πιάτο τόσο στη Βόρεια Ιταλία όσο και στην Αυστρία και το κοινό κρέας ήταν το μοσχαρίσιο κρέας. Περισσότερες αποδείξεις που δείχνουν ότι προέρχεται από την Ιταλία είναι ότι η τότε Αυστρία συνόρευε με το Μιλάνο όπου σερβίρονταν στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Αμβρογίου ένα παρόμοιο ιταλικό πιάτο το Cotoletta alla Milanese, το οποίο απολάμβανε ένας Αυστριακός στρατηγός όταν άρχισε να κάνει την εμφάνιση του το Wiener Schnitzel σε αυστριακά μενού.